ΑΠΟΜΕΤΡΕΩ

ἀπομετρέω ἀπο-μετρέω отмеривать (τοὺς δακτυλίους μεδίμνοις Luc.; ἀπομετρεῖται τετράγωνος τόπος Polyb.; med. μεδίμνῳ τὸ ἀργύριον Xen.)

Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»

ΑΠΟΜΗΚΥΝΩ →← ΑΠΟΜΕΣΤΟΩ

T: 174