ΧΟΝΔΡΟΣ

I. χονδρός 3 (крупно)зернистый (ἄλφιτον, ἅλες Arst.) II. χόνδρος ὁ 1) крупинка или комок, кусок (ἁλός Her.; λιβανωτοῦ Luc.) 2) глыба (τὰ οἰκία ἐκ τῶν ἁλίνων χόνδρων οἰκοδομεῖσθαι Her.) 3) соль (χ. ἐποψίδιος Anth.) 4) крупа или каша Arph., Arst., Polyb. 5) хрящ (ἔστι ὁ χ. τῆς αὐτῆς φύσεως τοῖς ὀστοῖς Arst.)

Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»

ΧΟΝΔΡΟΤΥΠΟΣ →← ΧΟΝΔΡΑΚΑΝΘΟΣ

T: 127