ΧΟΝΔΡΟΣ
I.
χονδρός
3
(крупно)зернистый
(ἄλφιτον, ἅλες Arst.)
II.
χόνδρος
ὁ
1) крупинка или комок, кусок
(ἁλός Her.; λιβανωτοῦ Luc.)
2) глыба
(τὰ οἰκία ἐκ τῶν ἁλίνων χόνδρων οἰκοδομεῖσθαι Her.)
3) соль
(χ. ἐποψίδιος Anth.)
4) крупа или каша Arph., Arst., Polyb.
5) хрящ
(ἔστι ὁ χ. τῆς αὐτῆς φύσεως τοῖς ὀστοῖς Arst.)
Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»
ΧΟΝΔΡΟΤΥΠΟΣ →← ΧΟΝΔΡΑΚΑΝΘΟΣ