ΦΟΙΝΙΚΟΕΙΣ

φοινικόεις φοινῑκόεις -όεσσα -όεν Hom., Hes. = φοινίκεος См. φοινικεος

Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»

ΦΟΙΝΙΚΟΚΡΟΚΟΣ →← ΦΟΙΝΙΚΟΔΑΚΤΥΛΟΣ

T: 97