ΠΑΡΑΚΡΙΝΩ

παρακρίνω παρα-κρίνω (ῑ) располагать рядом, выстраивать (πεζὸς παρακεκριμένος παρὰ τὸν αἰγιαλόν Her.; πλῆθος ἀνθρώπων ἑκατέρωθεν τῆς ὁδοῦ παρακεκριμένων Plut.)

Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»

ΠΑΡΑΚΡΟΤΕΩ →← ΠΑΡΑΚΡΗΜΝΟΣ

T: 89