ΠΑΡΑΚΑΘΙΣΤΗΜΙ

παρακαθίστημι παρα-καθίστημι (fut. παρακαταστήσω, aor. παρακατέστησα) 1) ставить рядом, приставлять (ἐπόπτας τινάς Dem.; ἐπίτροπόν τινι Diod.; φυλακήν τινι Plut.) 2) устанавливать рядом (πολιτείας ἐναντίας Isocr.)

Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»

ΠΑΡΑΚΑΙΡΙΟΣ →← ΠΑΡΑΚΑΘΙΗΜΙ

T: 86