ΟΨΙΟΣ

ὄψιος 3 (compar. ὀψιαίτερος и ὀψίτερος; superl. ὀψιαίτατος) 1) поздний (ἔαρ Arst.; ὀψίᾳ ἐν νυκτί Pind.; ὀψίας οὔσης τῆς ὥρας NT.) περὴ δείλην ὀψίαν Thuc. — поздно в сумерки 2) поздно приходящий (οἱ ἀπὸ τῶν ἔργων ὀψιαίτατοι Xen.)

Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»

ΟΨΙΠΕΔΩΝ →← ΟΨΙΝΟΟΣ

T: 230