ΞΥΜΒΟΥΛΙΑ

ξυμβουλία συμ-βουλία ион. συμβουλίη ἡ Her., Xen., Arst., Dem., Men. = συμβουλή См. συμβουλη

Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»

ΞΥΜΒΟΥΛΟΣ →← ΞΥΜΒΟΥΛΗ

T: 191