ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ

I. λαιμητόμος 2 Anth. = λαιμοτόμος См. λαιμοτομος II. λαιμήτομος 2 Eur. v. l. = λαιμότομος См. λαιμοτομος

Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»

ΛΑΙΜΟΔΑΚΗΣ →← ΛΑΙΜΑΣΣΩ

T: 68