ΚΕΦΑΛΑΙΩΜΑ

κεφαλαίωμα κεφᾰλαίωμα -ατος τό общая сумма (πέντε μυριάδων τὸ κ. συνῆλθε Her.)

Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»

ΚΕΦΑΛΑΛΓΗΣ →← ΚΕΦΑΛΑΙΩΔΩΣ

T: 139