ΚΑΤΕΥΝΑΩ

κατευνάω κατ-ευνάω (= κατευνάζω См. κατευναζω) усыплять (τινα Hom.) κατευνηθείς Hom. — спящий

Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»

ΚΑΤΕΥΟΡΚΕΩ →← ΚΑΤΕΥΝΑΣΤΗΣ

T: 458