ΕΥΩΔΗΣ
εὐώδης
εὐ-ώδης
2
{ὄζω} благовонный, благоуханный, душистый
(θάλαμος, κυπάρισσος Hom.; ἄνθος Pind.; ἐλαίας καρπός Aesch.; κῆποι Arph.; λήδανον Her.; τόπος Plat.; ὀσμή Arst.; φυτά, ἀρώματα Plut.)
Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»
ΕΥΩΔΙΑ →← ΕΥΩΔΕΣ