ΕΠΑΝΑΔΙΠΛΑΖΩ

ἐπαναδιπλάζω ἐπ-αναδῐπλάζω Aesch. = ἐπανδιπλάζω См. επανδιπλαζω

Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»

ΕΠΑΝΑΔΙΠΛΟΩ →← ΕΠΑΝΑΓΩΓΗ

T: 77