ΔΥΣΠΑΡΑΠΕΙΣΤΟΣ

δυσπαράπειστος δυσ-παράπειστος v. l. δυσπαράπιστος 2 Arst. = δυσπαραμύθητος См. δυσπαραμυθητος

Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»

ΔΥΣΠΑΡΑΠΛΟΟΣ →← ΔΥΣΠΑΡΑΜΥΘΗΤΟΣ

T: 119