ΔΙΚΤΑΜΟΝ...

δίκταμον... δίκταμνον, δίκταμον τό бот. ясенец (Origanum Dictamnus) Arst., Plut.

Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»

ΔΙΚΤΑΤΟΡΕΙΑ →← ΔΙΚΤΑΜΝΟΝ

T: 159