ΔΙΑΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
διαπετάννυμι
δια-πετάννῡμι
1) раскладывать (sc. ἔρια Arph.)
2) раскрывать, расправлять
(τὰς πλεκτάνας Arst.; ἀετοὴ διαπεπετακότες τὰς πτέρυγας Diod.)
Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»
ΔΙΑΠΕΤΟΜΑΙ →← ΔΙΑΠΕΣΣΩ