ΔΙΑΚΟΜΙΖΩ
διακομίζω
δια-κομίζω
переправлять, перевозить, доставлять
(σταδίους πέντε καὴ τεσσεράκοντα Her.; τινὰ ἐς νῆσον Thuc.; εἰς Καρχηδόνα τοὺς θύννους Arst.; ἐκ Λιβύης διακομισθείς Plut.)
διακομίζεσθαι παῖδας καὴ γυναῖκας Thuc. — перевозить с собой детей и жен;
pass. — переезжать (εἰς ἀγριώτερον ἔτι τόπον Plat.)
Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»
ΔΙΑΚΟΜΠΕΩ →← ΔΙΑΚΟΜΙΔΗ