ΒΟΥΛΙΜΙΑΣΙΣ

βουλιμίασις βουλῑμίασις -εως ἡ Plut. = βουλιμία См. βουλιμια

Смотреть больше слов в «Древнегреческо-русском словаре (Дворецкого)»

ΒΟΥΛΙΜΙΑΩ →← ΒΟΥΛΙΜΙΑ

T: 120